συμπλέκω

συμπλέκω
ΝΜΑ [πλέκω]
1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.)
2. συνδέω, συνενώνω
3. μέσ. συμπλέκομαι
α) συναποτελώ σύμπλεγμα
β) έρχομαι στα χέρια με κάποιον, τσακώνομαι, διαπληκτίζομαι (α. «μετά από τη λογομαχία τους συνεπλάκησαν» β. «οὐχὶ συμπλακέντες διαγωνίζεσθαι», Δημοσθ.)
γ) μετέχω σε μάχη, συγκρούομαι (α. «τα στρατεύματά μας συνεπλάκησαν με τον εχθρό» β. «συνεπλέκοντο... τοῑς πολεμίοις», Πολ.)
νεοελλ.
τεχνολ. συνδέω
μσν.-αρχ.
μέσ. συνουσιάζομαι
αρχ.
1. συντάσσω λέξεις για τον σχηματισμό πρότασης («συμπλέκων τὰ ῥήματα τοῑς ὀνόμασι», Πλάτ.)
2. συνδυάζω λογικές έννοιες στον ίδιο όρο
3. συνυφαίνω
4. περιπλέκω, συγχέω κατά τη διήγηση («τοῡ μὴ συμπλέκειν ἀλλήλαις τὰς πράξεις», Πολ.)
5. αναμιγνύω συστατικά ή ουσίες
6. μτφ. ενώνω με δεσμό συγγένειας
7. μέσ. α) μετέχω σε συζήτηση και, ιδίως, σε λογομαχία («περί τῷ βήμα τῷ Περικλεῑ συμπλεκόμενος», Πλούτ.)
β) (για πόλεμο) διεξάγομαι
γ) αστρολ. έρχομαι σε συζυγία
8. φρ. α) «συμπλέκω τινἰ τὰς χεῑρας» — συνάπτω φιλικές σχέσεις με κάποιον (Πολ.)
β) «ἴχνη συμπεπλεγμένα» — ίχνη που δεν οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση (Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμπλέκω — twine pres subj act 1st sg συμπλέκω twine pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέκω — συνέμπλεξα, συμπλέχτηκα, συμπλεγμένος 1. συνενώνω, συνδέω: Συμπλέκω τα χέρια. 2. συγκρούομαι, έρχομαι στα χέρια, τσακώνομαι: Οι αστυνομικοί είχαν εντολή να μη συμπλακούν με τους διαδηλωτές. 3. συνενώνομαι, συνδέομαι: Με το σύνδεσμο «και» ή το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπεπλεγμένα — συμπλέκω twine perf part mp neut nom/voc/acc pl συμπεπλεγμένᾱ , συμπλέκω twine perf part mp fem nom/voc/acc dual συμπεπλεγμένᾱ , συμπλέκω twine perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέκεσθε — συμπλέκω twine pres imperat mp 2nd pl συμπλέκω twine pres ind mp 2nd pl συμπλέκω twine imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέκετε — συμπλέκω twine pres imperat act 2nd pl συμπλέκω twine pres ind act 2nd pl συμπλέκω twine imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέκῃ — συμπλέκω twine pres subj mp 2nd sg συμπλέκω twine pres ind mp 2nd sg συμπλέκω twine pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέξω — συμπλέκω twine aor subj act 1st sg συμπλέκω twine fut ind act 1st sg συμπλέκω twine aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπεπλεγμένων — συμπλέκω twine perf part mp fem gen pl συμπλέκω twine perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπλεκόμενον — συμπλέκω twine pres part mp masc acc sg συμπλέκω twine pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεπλεγμέναι — συμπλέκω twine perf part mp fem nom/voc pl συμπεπλεγμένᾱͅ , συμπλέκω twine perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”